- κυριολεκτεῖ
- κυριολεκτέωuse words in their properpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)κυριολεκτέωuse words in their properpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριβολόγος — ο, η (Α ἀκριβολόγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί 2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανακριβολόγος — ο, η 1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες 2. αυτός που δεν κυριολεκτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ] … Dictionary of Greek